ἱμαντάρια

ἱμαντάρια
ἱμαντάριον
halyard
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σίττυβα — και σιττύβη, ἡ, Α 1. (κυρίως ο τ. σιττύβη) (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) «ἔνδυμα δερμάτινο, γούνα» 2. (κυρίως στον πληθ.) αἱ σιττύβαι (κατά τον Ησύχ.) «δερμάτιναι στολαί τὰ μικρὰ ἱμαντάρια». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”